τοι

τοι
(I)
Α
(μόριο) ΣΗΜΑΣΙΑ-ΣΥΝΤΑΞΗ
χρησιμοποιείται: 1. για να συγκεφαλαιώσει ή για να εκφράσει ένα θετικό συμπέρασμα: λοιπόν, επομένως, όπως βλέπεις («οὗτός τοι... ἀπὸ στρατοῡ ἔρχεται ἀνήρ», Ομ. Ιλ.)
2. (συν. στους τραγικούς) για να εισαγάγει ένα αξίωμα ή μια αλήθεια κοινώς αποδεκτή («τὸ ξυγγενές τοι δεινὸν ἥ θ' ὁμιλία», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το μόριο έχει σχηματιστεί από το θ. τού ουδ. τού άρθρου τό και τών δεικτικών αντωνυμιών (πρβλ. τοῖος). Δυσερμήνευτος ωστόσο είναι ο σχηματισμός τής ληκτικής διφθόγγου -οι].
————————
(II)
Α
(εγκλιτ. μόριο) ΣΗΜΑΣΙΑ-ΣΥΝΤΑΞΗ
χρησιμοποιείται: 1. για να εκφράσει την πίστη ή την πεποίθηση αυτού που μιλάει σε ό,τι λέει: αλήθεια, βεβαίως, πράγματι, όντως («αἰσχρόν τοι δηρόν τε μένειν», Ομ. Ιλ.)
2. για να επιτείνει τη σημασία άλλων μορίων («ἀλλά τοι ἤρατο τῶν ἀπεόντων», Πίνδ.)
3. σε δευτερεύουσες προτάσεις, ιδίως αιτιολογικές, χρονικές, υποθετικές και τελικές, ως επιτατικό μόριο (α. «μάλιστ', ἐπεί τοι καὶ σοφῆς δεῑται φρενός», Ευρ.
β. «εἴ τοι νομίζεις κτῆμα τὴν αὐθάδιαν εἶναί τι τοῡ νοῡ χωρίς», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τη δοτική τού β' προσώπου τής προσωπικής αντωνυμίας (βλ. λ. τοι [ΙΙΙ]), που στην αττ. διάλ. χρησιμοποιήθηκε ως βεβαιωτικό μόριο με σημ. «αλήθεια, όντως» και ως επιτατικό άλλων μορίων (πρβλ. μέντοι, καίτοι)].
————————
(III)
Α
(δωρ., αιολ., ιων. και επικ. τ. δοτ. τής προσ. αντων. β' προσ.) βλ. εσύ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τοί — ὁ lentil masc nom pl (epic) τοι , σύ thou dat 2nd sg (doric) σύ thou dat 2nd sg τοι , τοι let me tell you enclitic indeclform (particle) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοι — σύ thou dat 2nd sg (doric) τοι let me tell you enclitic indeclform (particle) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοῖ — σύ thou dat 2nd sg (doric) τοι let me tell you enclitic indeclform (particle) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοΐ — Α (σε επιγρ.) άλλος τ. τού ουδ. τής δεικτ. αντων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί τοδί (βλ. λ. όδε)] …   Dictionary of Greek

  • τοί — (I) ταί, Α (άρθρ.) (ονομ. πληθ.) βλ. ο. (II) ταί, Α ονομ. πληθ. τής αναφ. αντων. ὅς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για την ονομ. πληθ. τού άρθρου ὁ, ἡ, τό, που χρησιμοποιήθηκε αρχικά και ως αναφορική αντωνυμία (βλ. λ. ο, η, το)] …   Dictionary of Greek

  • τόι — το, Ν είδος πουλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. toy] …   Dictionary of Greek

  • τοῖ' — τοῖο , ὁ lentil masc/neut gen sg (epic) τοῖα , τοῖος such neut nom/voc/acc pl τοῖε , τοῖος such masc voc sg τοῖαι , τοῖος such fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καὶ τοῦτο τοι τ’ἀνδρεῖον, ἡ προμηθία. — καὶ τοῦτο τοι τ’ἀνδρεῖον, ἡ προμηθία. См. Все можно, только осторожно …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πολλοί τοι πόσιος καὶ βρώσιος εἰσὶν ἑταῖροι. — См. При пиве, при бражке много братьев …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πολλοί σέ τοι μισοῦσιν, ἂν σαυτὸν φιλεῖς. — См. Самолюб никому не люб …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”